DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
operator [-a`t-] n ~n ~er [-o´r-]
IT, dat.proc. τελεστής m
med. γονίδιο-χειριστής m
operatö́r [-ö´r] n ~en ~er
comp., MS φέρον σήμα, πάροχος κινητής τηλεφωνίας
el. ευκολιοπαγής φορέας; φορέας βασιζόμενος σε ευκολίες
IT διοίκηση; διοικητική αρχή; ανθρώπινος χειριστής
lab.law. χειριστής m
transp., avia. αερομεταφορέας f; εκμεταλλευόμενος m; εκμεταλλευόμενος αερομεταφορέας
unions. Χειριστές f