DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
olycksfallsfrekvens n
health. δείκτης συχνότητας
stat., lab.law. συχνότητα ατυχημάτων; ποσοστό ατυχημάτων; δείκτης συχνότητας ατυχημάτων