DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
olovlig frånvaro
law, lab.law. εγκατάλειψη θέσης; απουσία f; απουσία από την εργασία; αδικαιολόγητη απουσία; παράνομη απουσία; απουσία αδικαιολόγητη; μη νόμιμη απουσία