DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
oljetråg n ~et; pl. ~
mech.eng. δεξαμενή αποστράγγισης; ελαιολεκάνη; κάρτερ m; κάτω μισό στροφαλοθαλάμου
transp. δεξαμενή ελαίου