DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
offentlig myndighet
gen. φορέας του δημόσιου τομέα
law αρχή; δημόσια υπηρεσία; δημόσια όργανα
offentliga myndigheter
gen. δημόσιος τομέας
econ. δημόσιες αρχές