DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
offéntlighet n ~en ~er
gen. κοινολόγηση; υποχρέωση λογοδοσίας; ευθύνη; λογοδοσία f
law, busin., labor.org. γνωστοποίηση m; δημοσιότητα f; δημοσιοποίηση