DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
offèntliggörande n ~t ~n
gen. γνωστοποίηση m; δημοσιοποίηση; δημοσιότητα f; κοινολόγηση
offèntliggöra v
gen. δημοσιοποιώ
commun. έκδοση