DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
objékt [-jek´t] n ~et; pl. ~
commun., IT αφηρημένο αντικείμενο; αντικείμενο ασφάλειας
fin., commun., IT αντικείμενο m; αντικείμενο ενδιαφέροντος
IT, dat.proc. σπόνδυλος