DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
òrdning n ~en ~ar
environ. εντολή; διαταγή; ένταλμα f; παραγγελία f; τάξη; εντολή/ένταλμα/διαταγή/παραγγελία/τάξη
IT, tech. ακολουθία f
law, commer., polit. διακανονισμός m
nat.sc. τάξις
work.fl., IT διάταξη