DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
òmsättning n ~en ~ar
gen. ανανέωση
busin., account. συνολικά έσοδα
econ. κύκλος εργασιών
econ., fin. πωλήσεις; τζίρος m
el. λόγος μετασχηματισμού
fin. ανανέωση δανεισμού