DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
òmrörare n ~n; pl. ~, best. pl. -rörarna
chem. αναδευτήρας αραιώσεως; αναμίκτης με αναδευτήρα; αναμεικτήρας με αναδευτήρα; αναμίκτης με διασταυρωμένα πτερύγια
earth.sc., mech.eng. αναδευτήρας f; αναμικτήρας f
met. αναμικτήρας-αναδευτήρας f