DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
òmråde n ~t ~n
gen. γήπεδο m
agric., construct. τοποθεσία f
comp., MS εύρος
environ. ύπαιθρος m; περιοχή εξαπλώσεως; περιοχή; περιοχή/έκταση/ζώνη; επικράτεια/έδαφος/περιοχή m; αγρός m; πεδίο; περιοχή ορυχείου πετρελαιοπηγής
tech. ζώνη