DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
òmloppstid n ~en ~er
agric. ώριμος ηλικία υλοτομίας
astronaut., transp. περίοδος περιστροφής δορυφόρου
commun. διάρκεια κύκλου εξυπηρέτησης; τροχιακή περίοδος
commun., transp. διάρκεια περιόδου; περίοδος m
forestr. περιστροφή; περίοδος περιστροφής
IT χρόνος εκτέλεσης εργασίας
mech.eng., construct. χρόνος κύκλου διαδρομής
nat.sc. περίτροπος χρόνος
transp. διάρκεια διαδρομής οχήματος; χρόνος περιστροφής