DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
òmkopplare n ~n; pl. ~, best. pl. -kopplarna
el. διακόπτης αναστροφής; διακόπτης επιλογής; βραχυκυκλωτήρας; διακόπτης διατηρούμενης επαφής; μεταγωγέας γενικής χρήσεως
IT μεταγωγέας επιλογέα
transp., avia. επιλογέας f