DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
òmformare n ~n; pl. ~, best. pl. -formarna
el. γεννήτρια εναλλασσόμενου ρεύματος; παραγωγή εναλλασσόμενου ρεύματος; ηλεκτρογεννήτρια f
mech.eng., el. μετατροπέας f
transp., el. ανορθωτής m; μετασχηματιστής m