DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
òmbud n ~et; pl. ~
gen. αντιπροσωπεία m
comp., MS πληρεξούσιος m
fin. αντιπρόσωπος m
law δικαστικός πληρεξούσιος
law, food.ind., tech. εντολοδόχος m