DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
nỳodling n ~en ~ar
agric. εκχερσωμένη καλλιέργεια
environ. αξιοποίηση γαιών; έγγειες βελτιώσεις/αξιοποίηση γαιών; αξιοποίηση γαιών/εκχέρσωση
forestr. αποψίλωση (δάσους); αποδάσωση