DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
nỳckel n ~n nycklar
comp., MS κλειδί; κλειδί πρόσβασης
earth.sc., life.sc. αντίγραφο οδηγός
el. σφήνα f
IT αναγνωριστικό m
work.fl., IT κωδικός m; αριθμικός κωδικός