DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
novation n ~en ~er
fin. ανανέωση
fin., insur. αντικατάσταση ασφαλιστηρίου με νέο
law σύμβαση ανανέωσης
novation
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1