DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noskon n ~en ~er
astronaut., transp., el. αεροδυναμικό κάλυμμα; καλύπτρα f; κώνος ρύγχους; οπίσθιο ράμφος; πρόσθιο αεροδυναμικό κάλυμμα; φαίριγκ
mech.eng. κώνος εισόδου; κώνος εισαγωγής
transp. στένωση διαμόρφωσης ρύγχους; ασπίδα πλώρης; κώνος έλικας
transp., avia. ριναίος κώνος ατράκτου; ριναίος κώνος πυραύλου
transp., mech.eng. θόλος ομφαλού έλικα