DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective
normaler n
life.sc. κανονικές τιμές
normál [-a´l] adj. ~t ~a
gen. κανονικός
comp., MS απλά
tech. πρότυπο; πρότυπο μέτρησης
normalt adj.
gen. κανονικά