DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
nollkupongare n ~n; pl. ~, best. pl. -kupongarna
fin. oμoλoγία χωρίς τoκoμερίδιo; ομόλογο μηδενικού τοκομεριδίου; αποκοπή; διαχωρισμός m; ομόλογο κεφαλαιοποίησης; ομολογία χωρίς τοκομερίδιο
Nollkupongare n
fin. Ομόλογο μηδενικού τοκομεριδίου
nollkupongare
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1