DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
nock [nåk´] n ~en ~ar
construct. γραμμή κορυφής; κορυφή στέγης; κορυφοτεγία f
met., mech.eng. πλάγια περόνη; πείρος εξαγωγής; πείρος ξεκαλουπώματος
transp., nautic., fish.farm. εξωτερικό τύμπανο βαρούλκου; εργατόκρανο m
nock
: 5 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Natural sciences4