DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
nòt n ~en ~ar
gen. σημείωμα; υπόμνημα ; διακοίνωση; επισημείωση
construct. εγκοπή; εντορμία f
cultur. νότα f
fish.farm. γρίπος ακτής; γρι-γρι; γριγρί
nö̀t n ~et; pl. ~
agric. είδη καρυδιών; καρπός με κέλυφος
nat.sc. καρποί μετά κελύφους (nux)
stat., agric. καρποί με κέλυφος
nöta v
industr., construct. τρίβω; παραλληλίζω ίνες
not
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1