DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
nivellering n ~en ~ar
construct. στάθμιση; ισοπέδωση; ισοπέδωσις εδαφών
met. χάραξη κεφαλής βίδας; εκγλύφανση; εκγλυφή; οδόντωση; φρεζάρισμα
transp., construct. εξομάλυνση επιφανείας