DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
nedsättning n ~en ~ar
gen. αναπηρία f
agric., industr., construct. υποβάθμισις
econ., construct. απαλλαγαί
el. υποβάθμιση
fin. εφάπαξ προκαταβολή σε ενυπόθηκο δάνειο