DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
nedläggning n ~en ~ar
gen. κατάργηση
environ. κλείσιμο m; διακοπή λειτουργίας; παύση δραστηριοτήτων; κλείσιμο/διακοπή λειτουργίας/παύση δραστηριοτήτων
tech., nucl.phys. αποξήλωση των πυρηνικών εγκαταστάσεων; παροπλισμός των πυρηνικών εγκαταστάσεων
nedläggning
: 2 phrases in 1 subject
Industry2