DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
nödsituation n ~en ~er
gen. κατάσταση έκτακτης ανάγκης
commun. κίνδυνος; κατάσταση κινδύνου
construct. επείγουσα περίπτωσις
nödsituationer n
transp., avia. συνθήκες κατάστασης έκτακτης ανάγκης