DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
nö̀dsignal n ~en ~er
commun. φως κινδύνου; σήμα κινδύνου; επείγον σήμα
commun., transp. προληπτικός σηματοδότης στάθμευσης
life.sc., lab.law., tech. κλήση βοήθειας