DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
nö̀dläge n ~t ~n
gen. κατάσταση έκτακτης ανάγκης
econ. κατάσταση εκτάκτου ανάγκης
transp., construct. έκτακτοι ανάγκαι; έκτακτοι περιπτώσεις