DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun
nö̀d n ~en
gen. ανάγκη
nod n ~en ~er
comp., MS κόμβος m
construct. κομβικό σημείο
el. ηλεκτρικός κόμβος
life.sc., el. κóμβος
phys.sc. δεσμός m