DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
nätaggregat n
energ.ind. τροφοδοσία από το κύριο δίκτυο
energ.ind., el. ηλεκτροπαροχή; τροφοδοσία ισχύος; τροφοδοτικό m; τροφοδοτικό ισχύος