DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
nä̀t n ~et; pl. ~
gen. δίκτυ
commun., el. κύκλωμα f
commun., transp. δίκτυο m; δίκτυο επικοινωνιών; δίκτυο μεταφορών
comp., MS πλέγμα
fish.farm. δίχτυ m; απλάδι; απλάδι δίχτυ; δίχτυ απλάδι; αλιευτικό δίχτυ
 Swedish thesaurus
nåt n ~en el. ~et; pl. ~ar el. ~
inf. något (Alex_Odeychuk)
nät
: 1 phrase in 1 subject
Life sciences1