DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
mycél [-e´l] n ~et
environ. στρώση μυκηλλίων
nat.sc., agric. εμβόλιο μύκητα; μυκήλιο m; σπόρος m
nat.sc., environ., agric. μυκήλιον
mycel
: 1 phrase in 1 subject
Industry1