DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mỳnning n ~en ~ar
construct. κιβώτιο εξόδου
industr., construct., met. επιλαίμιο; στόμιο φιάλης
life.sc. έξοδος λεκάνης απορροής; εκβολή τάφρου