DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mỳndighet n ~en ~er
gen. αρχή
environ. διοικητικός φορέας; αρμόδιος φορέας; διοικητικό όργανο; προϊσταμένη αρχή; αρμόδιος φορέας/προϊσταμένη αρχή/διοικητικό όργανο
forestr. εξουσία f; αρχές f (διοικητικές)
law δημόσια αρχή
myndigheterna n
law δημόσια εξουσία