DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
mur n ~en ~ar
construct. πέτασμα έναντι θορύβου; τοίχωμα f; ηχοπέτασμα f; ηχοφράκτης
environ. τοίχος m; τοίχωμα/τοίχος/τοιχείο/τείχος f; τοίχωμα/τοίχος/τοιχείο/τείχος f
mur
: 1 phrase in 1 subject
Industry1