DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mùrverk n ~et; pl. ~
commun., IT, construct. λιθοδομή; οπτοπλινθοδομή
environ. πλινθοδομή; τοιχοποιία/πλινθοδομή/οικοδόμηση/οικοδομή f
transp. τοιχοποιία f