DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mùnstycke n ~t ~n
industr. αυλός
industr., construct. μπέκ ψεκασμού; ακροφύσιο ψεκασμού
industr., construct., mech.eng. ακροστόμιο m; ακροστόμιο εξωθητήρος; μήτρα εξωθητικού πιεστηρίου; ακροστόμιο εξωθητήρα
industr., construct., met. αρχή νήματος
mater.sc., mech.eng. ακροφύσιο πυροσβεστικού αυλού; προστόμιο m
mech.eng. ακροφύσιο m
Mùnstycke n
commer. Ρύγχος m; Εξάρτημα ατοματικής προσαρμογής
munstycken n
met. κεφαλή πολλών ακροφυσίων; διπλή κεφαλή κοπής