DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
moträl n
transp., met. αντιτροχιά f; κόντρα-ράγια f; πηδάλιο διευθύνσεως; προστατευτική σιδηροτροχιά; σιδηροτροχιά καθοδήγησης