DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
motorstopp n ~et; pl. ~
forestr. βλάβη του κινητήρα; μηχανική βλάβη
transp., mech.eng. διακοπή λειτουργίας; παύση λειτουργίας κινητήρα οχήματος εν κινήσει; σβήσιμο κινητήρα οχήματος εν κινήσει