DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
motivéring n ~en ~ar
gen. παρακίνηση
fin., econ. αιτιολόγηση
law αιτιολογία f; αιτιολογικό μέρος; σκεπτικό m; αιτιολογικό m
polit. αιτιολογική έκθεση