DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
mót n ~et; pl. ~
gen. έναντι; προς m
law κατά f (versus)
mech.eng., construct. ανυψωτική συσκευή μετά τροχαλίας και κάδου μετά σχοινίου
transp. κόμβος αυτοκινητοδρόμου με αυτοκινητόδρομο
mö̀ta v
gen. συναντώ