DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
monteringsplatta n
el. μονωτική; επιφάνεια συναρμολόγησης; βάση συναρμολόγησης
industr., construct. πάγκος μονταρίσματος; πλάκα μονταρίσματος
mech.eng. πλάκα συναρμολόγησης; πλακίδιο στερέωσης
transp. πέλμα στήριξης; πέλμα ανάρτησης