DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
modúl [modu´l] n ~en ~er
comp., MS λειτουργική μονάδα
el. βαθμίδα f; μόντουλ; δομοστοιχείο
IT, dat.proc. ενότητα f; τμήμα προγράμματος
med. μέτρο ελαστικότητας; συντελεστής ελαστικότητας