DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
modéll [-el´] n ~en ~er
gen. πρότυπο,υπόδειγμα m
environ. πρότυπο m; μακέτα f; ομοίωμα f; υπόδειγμα f
health., pharma. μακέτα, πρότυπο
industr., construct. οδηγός εφαρμογής σκίτσων; μακέττα f; τρισδιάστατη αναπαράσταση
industr., construct., mech.eng. μήτρακαλούπικαμπυλώσεως f
met., mech.eng. καλούπι
patents. δείγμα
stat. μοντέλο m