DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mod n ~et
gen. θάρρος m
commun. λειτουργία m; μέθοδος f; μέθοδος λειτουργίας; τρόπος m; τρόπος λειτουργίας
el. ρυθμός διάδοσης; ρυθμός m