DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mòtvikt n ~en ~er
el. αντίβαρο βραχίονα ανάγνωσης; αντισταθμηστικοί γειωτές; αντισταθμηστικός γειωτής; τεχνητή γή
met. αντίβαρο m