DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mòttagare n ~n; pl. ~, best. pl. -tagarna
gen. παραλήπτης; αποδέκτης
comp., MS αποδέκτης κλήσης; παραλήπτης m
earth.sc., energ.ind., el. αποδέκτης m
fin. δικαιούχος m; τελικός παραλήπτης
IT πραγματικός παραλήπτης; λήψη; δέκτης; οντότητα-δέκτρια f