DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mòtstånd n ~et; pl. ~
earth.sc. αντοχή
earth.sc., transp. οπισθέλκουσα αεροπλάνου; αντίσταση αεροπλάνου
el. αντιστάτης; οπισθέλκουσα; αντίστασηρευστού
environ. ανταγωνισμός m; ανθεκτικότητα f; ανθεκτικότητα βιολογική; αντίσταση/αντοχή/ανθεκτικότητα
fin. αντίテταση
fish.farm. υδροδυναμική αντίσταση
nat.sc., el. ώση
transp. αντίσταση; δύναμη αντίστασης; οπισθέλκουσα δύναμη